- μοιχικός
- -ή, -ό (Α μοιχικός, -ή, -όν) [μοιχός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοιχό ή στη μοιχεία («μοιχικαὶ διαβολαί» — κατηγορίες για μοιχεία, Λουκιαν.)2. επιρρεπής προς τη μοιχεία.επίρρ...μοιχικῶς (ΑΜ)με τρόπο μοιχικό, που αρμόζει σε μοιχό.
Dictionary of Greek. 2013.